χαρτοποιός

χαρτοποιός
ο, ΝΜΑ
ειδικός που παρασκευάζει χαρτί
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης χαρτοποιίας
2. εργαζόμενος σε χαρτοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρτοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει χαρτί, ο βιομήχανος χαρτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτοποιοί — χαρτοποιός paper maker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοποιία — η, Ν 1. η τέχνη ή η ειδικότητα τής παρασκευής χαρτιού 2. εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού 3. ο αντίστοιχος βιομηχανικός κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Μέλισσα (ή Συλλογή Ελληνική)] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοποιείο — το, Ν εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”